ατέλεια

ατέλεια
Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως ανταμοιβή για την προσφορά υπηρεσιών στο κράτος. Η α. διακρινόταν σε ολική και σε μερική. Στην αρχαία Ελλάδα, η ολική α. προέβλεπε την απαλλαγή από κάθε δημόσια λειτουργία (εκτός από την τριηραρχία και την εισφορά), καθώς και από κάθε δαπάνη για την πραγματοποίηση θυσιών και τελωνειακή επιβάρυνση. Η μερική α. αφορούσε μόνο μια συγκεκριμένη περίπτωση φορολογικής υποχρέωσης (ελλιμένιου, δηλαδή του δικαιώματος ελλιμενισμού των πλοίων, μετοικίου κλπ.). Υπήρχαν επίσης στρατιωτικές α., δηλαδή απαλλαγή από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις, και εμπορικές α., που καθιερώθηκαν ως κίνητρο για τη συμμετοχή των εμπόρων στα εμπορικά πανηγύρια. Στη σύγχρονη εποχή, η α. με ιδιαίτερη πια σημασία αποτελεί παράγοντα της δημοσιονομικής πολιτικής ενός κράτους και ένα από τα σημαντικά όργανα για την πραγματοποίηση των οικονομικών επιδιώξεων της κυβέρνησης μιας χώρας. Οι α. διακρίνονται σε: Φορολογικές. Η έννοια της φορολογικής δικαιοσύνης στηρίζεται στην καθολικότητα και την ισότητα του φόρου. Ανάλογα με το ύψος και το είδος της απαλλαγής, χωρίζεται σε ολική και μερική α. Οι οικονομικά ασθενέστερες τάξεις λαμβάνουν φορολογική α., εφόσον η συμμετοχή στη δημόσια δαπάνη είναι ανάλογη της φοροδοτικής ικανότητας του κάθε πολίτη. Α. λαμβάνουν και ορισμένες ανώτερες οικονομικά τάξεις (εφοπλιστική, βιομηχανική κ.ά.) ως οικονομικά κίνητρα για την ανάπτυξη των κλάδων αυτών, ώστε να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στον διεθνή ανταγωνισμό. Η κατάργηση φορολογικών α. και η επίδραση νέων αποτελούν περίπλοκο μηχανισμό, που σε πολλές περιπτώσεις διακρίνεται για την έλλειψη δικαιοσύνης και ορθολογισμού. Δασμολογικές. Οι α. αυτές διακρίνονται στις εξής κατηγορίες: α. Α. που χορηγούνται με πράξη της πολιτείας και σκοπεύουν στη μείωση ή, τουλάχιστον, στη σταθερότητα των τιμών ειδών ευρείας κατανάλωσης, με τελική επιδίωξη τη συγκράτηση του πληθωρισμού. β. Απαλλαγές που θεσμοθετήθηκαν για διάφορους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικών προσώπων δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου, λιμενικά ταμεία κλπ., που συμβάλλουν στην οικονομική πολιτική της πολιτείας. γ. Απαλλαγές που αποβλέπουν στην ενίσχυση και ανάπτυξη ορισμένων τομέων της εθνικής οικονομίας, όπως π.χ. διευκόλυνση της εισαγωγής κεφαλαιουχικού εξοπλισμού για τη δημιουργία βιομηχανικής υποδομής, οικονομικά κίνητρα για την ανάπτυξη ακριτικών περιοχών. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται και οι α. που χορηγούνται στους δικαιούχους κατά τις συμβάσεις του δημοσίου με φυσικά ή νομικά πρόσωπα για εκτέλεση έργου. δ. Α. που επιδίδονται σε ορισμένους κοινωφελείς οργανισμούς, ευαγή ιδρύματα και άλλα φυσικά και νομικά πρόσωπα που έχουν ανάγκη την κρατική αρωγή (σεισμόπληκτοι, θεομηνιόπληκτοι κ.ά.). Α. θεαμάτων. Πρόκειται για α. που αποβλέπει στη διευκόλυνση ορισμένων επαγγελματιών, που ασχολούνται κυρίως με τις τέχνες, τα σπορ και τα γράμματα (κριτικοί θεάτρου και κινηματογράφου, δημοσιογράφοι, αθλητικογράφοι κ.ά.), να πληρώνουν αφορολόγητο εισιτήριο σε χώρους δημοσίων θεαμάτων. Α. μεταφοράς και επικοινωνίας. Απαλλαγή οικονομική για κρατικά όργανα, βουλευτές κ.ά. που επιτελούν δημόσιο έργο. Συνίσταται στη χορήγηση ταχυδρομικής α., τηλεφωνικής α. και δωρεάν μεταβίβασης και επιστροφής στον τόπο όπου υπηρετούν. Α. χάρτου. Απαλλαγή που δίνεται σε πολλούς οργανισμούς έκδοσης εφημερίδων και περιοδικών, για να ανταπεξέλθουν τις οικονομικές δυσκολίες που επιβάλλουν οι συνθήκες της χώρας (ολιγάριθμο αναγνωστικό κοινό, ακριβό τυπογραφικό χαρτί, έλλειψη πολλών διαφημίσεων κ.ά.). Η απαλλαγή αυτή δεν δίνεται στους εκδότες βιβλίων, ενώ πολλές φορές αποτελεί ποινή ύστερα από απόφαση δικαστηρίων, γιατί ο εκδότης ενός εντύπου παραβίασε την περί του Τύπου νομοθεσία.
* * *
η (AM ἀτέλεια, Α και ἀτελείη και ιων. -ληίη και δωρ. ἀτέλεα [ατελής]
1. έλλειψη τελειότητας ή εγκυρότητας
2. απαλλαγή από δημόσια τέλη ή φόρους
νεοελλ.
1. ελάττωμα, μειονέκτημα
2. φρ. α) «ταχυδρομική ατέλεια» — το προνόμιο που χορηγείται από τον Νόμο της απαλλαγής από την υποχρέωση να φέρουν οι επιστολές και άλλα αντικείμενα το κανονικό γραμματόσημο
β) η απαλλαγή επιχείρησης από την υποχρέωση να καταβάλλει φόρους ή δασμούς, η οποία χρησιμοποιείται ως κίνητρο για επενδύσεις κεφαλαίων ή προώθηση κλάδων του εμπορίου
γ) «ατέλεια θεαμάτων» — ειδική άδεια ελεύθερης εισόδου σε θέατρα, κινηματογράφους κ.λπ. (κυρίως για καλλιτέχνες, κριτικούς κ.λπ.)
αρχ.
1. απαλλαγή από δημόσιες υποχρεώσεις και καθήκοντα
2. απολαβή
3. απόλαυση
4. φρ. «ἐξ ἀτελείας» — χωρίς πληρωμή, δωρεάν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀτελείᾳ — ἀτελείᾱͅ , ἀτέλεια incompleteness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀτελείᾱͅ , ἀτέλεια incompleteness fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἀτελείᾱͅ , ἀτέλειος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέλεια — incompleteness fem nom/voc sg ἀτέλειος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατέλεια — η 1. έλλειψη τελειότητας, αρτιότητας, ελάττωμα: Θα εκθέσω μερικές από τις ατέλειες που έχει το έργο αυτό. 2. απαλλαγή από την πληρωμή τελών, φόρων: Οι ανάπηροι πολέμου έχουν ατέλεια στα θέατρα και τους κινηματογράφους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτελείας — ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem acc pl ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem acc pl (ionic) ἀτελείᾱς , ἀτέλεια incompleteness fem gen sg (attic doric ionic aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελείαν — ἀτελείᾱν , ἀτέλεια incompleteness fem acc sg (attic doric ionic aeolic) ἀτελείᾱν , ἀτέλειος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελειῶν — ἀτέλεια incompleteness fem gen pl ἀτέλεια incompleteness fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελείαις — ἀτέλεια incompleteness fem dat pl ἀτέλεια incompleteness fem dat pl (ionic) ἀτέλειος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέλειαι — ἀτέλεια incompleteness fem nom/voc pl ἀτέλεια incompleteness fem nom/voc pl (ionic) ἀτέλειος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Освобождение от повинностей —    • Άτέλεια,          освобождение от повинностей, было или полное (ατέλεια άπάντων), или ограниченное, когда освобождали только от некоторых повинностей, напр. от лейтургий, известных пошлин и податей, или от военной службы (ατέλεια στρατίας) …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀτελείη — ἀτέλεια incompleteness fem nom/voc sg (epic ionic) ἀτέλειος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”